ἱερογλυφικός — hieroglyphic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερογλυφικός — ή, ό 1. αυτός που παρασταίνεται με εικόνες: Η ιερογλυφική γραφή προήλθε από την ιδεογραφία. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ιερογλυφικά τα γράμματα των αρχαίων Αιγυπτίων, σύμβολα εικόνες που δήλωναν κάποιο πράγμα. 3. μτφ., ό,τι είναι δυσανάγνωστο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱερογλυφικά — ἱερογλυφικός hieroglyphic neut nom/voc/acc pl ἱερογλυφικά̱ , ἱερογλυφικός hieroglyphic fem nom/voc/acc dual ἱερογλυφικά̱ , ἱερογλυφικός hieroglyphic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερογλυφικῶν — ἱερογλυφικός hieroglyphic fem gen pl ἱερογλυφικός hieroglyphic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερογλυφικοῖς — ἱερογλυφικός hieroglyphic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερογλυφικήν — ἱερογλυφικός hieroglyphic fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερογλυφικῶς — ἱερογλυφικός hieroglyphic adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερογλυφικῷ — ἱερογλυφικός hieroglyphic masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Egyptian hieroglyphs — A section of the Papyrus of Ani showing cursive hieroglyphs … Wikipedia
hieroglífico — (del lat. «hieroglyphĭcus», del gr. «hieroglyphikós») m. Jeroglífico. * * * hieroglífico, ca. (Del lat. hieroglyphĭcus, y este del gr. ἱερογλυφικός). adj. p. us. jeroglífico. U. t. c. s … Enciclopedia Universal