ιερογλυφικός

ιερογλυφικός
-ή, -ό (ΑΜ ιερογλυφικός, -ή, όν) [ιερογλύφος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερογλύφο, αυτός που αναπαριστάνεται με συμβολικές εικόνες («ιερογλυφική γραφή»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερογλυφικά (ενν. γράμματα)
τα συμβολικά σημεία τής εικονικής γραφής τών αρχαίων Αιγυπτίων
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δυσανάγνωστα ή δυσνόητα κείμενα ή γράμματα.
επίρρ...
ιερογλυφικώς και -ά (Α ἱερογλυφικῶς)
με ιερογλυφικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἱερογλυφικός — hieroglyphic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερογλυφικός — ή, ό 1. αυτός που παρασταίνεται με εικόνες: Η ιερογλυφική γραφή προήλθε από την ιδεογραφία. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ιερογλυφικά τα γράμματα των αρχαίων Αιγυπτίων, σύμβολα εικόνες που δήλωναν κάποιο πράγμα. 3. μτφ., ό,τι είναι δυσανάγνωστο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱερογλυφικά — ἱερογλυφικός hieroglyphic neut nom/voc/acc pl ἱερογλυφικά̱ , ἱερογλυφικός hieroglyphic fem nom/voc/acc dual ἱερογλυφικά̱ , ἱερογλυφικός hieroglyphic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογλυφικῶν — ἱερογλυφικός hieroglyphic fem gen pl ἱερογλυφικός hieroglyphic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογλυφικοῖς — ἱερογλυφικός hieroglyphic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογλυφικήν — ἱερογλυφικός hieroglyphic fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογλυφικῶς — ἱερογλυφικός hieroglyphic adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογλυφικῷ — ἱερογλυφικός hieroglyphic masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Egyptian hieroglyphs — A section of the Papyrus of Ani showing cursive hieroglyphs …   Wikipedia

  • hieroglífico — (del lat. «hieroglyphĭcus», del gr. «hieroglyphikós») m. Jeroglífico. * * * hieroglífico, ca. (Del lat. hieroglyphĭcus, y este del gr. ἱερογλυφικός). adj. p. us. jeroglífico. U. t. c. s …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”